ένας εσωτερικός κόσμος συνεχώς μεταβαλλόμενος

IMG_0726

Στιγμές…

χάνονται στο βάθος του χρόνου.

Η παλίρροια και η άμπωτή μου μαζί, σε μια στιγμή.

Κύμα…

με παρασύρει και με ξερνάει.

Αποκαμωμένο, μου αφήνει ένα συναίσθημα.

Μελαγχολία…

μούδιασμα στην ύπαρξή μου.

Τι υπάρχει παρακάτω;

Τίποτα…

που να θέλω.

Κάτι, όμως, έχω ήδη.

Ελευθερία…

πολέμησα πολύ για αυτή.

Θα συνεχίσω να πολεμάω.

 

Πραγματικά δεν ξέρω τι υπάρχει παρακάτω… Μέσα μου κατακερματισμένος, στα όμορφά μου και στα άσχημά μου… Πόσο παράξενο! Όλα εγώ, ο ίδιος άνθρωπος. Όλα τα κομμάτια μου συνθέτουν αυτό που είμαι εγώ. Κι αν έλειπε έστω κι ένα απ΄ αυτά, θα ήμουν κάποιος άλλος. Δεν ξέρω αν θάθελα πραγματικά νάμουν κάποιος άλλος. Έχει τίμημα η ελευθερία. Όμως, νιώθω ελεύθερος και χαίρομαι για αυτό. Είναι δύσκολη η ελευθερία, κατακτιέται καθημερινά, μια συνεχής πάλη με τον εαυτό σου! Κοιτάζω μέσα μου κι αφουγκράζομαι… Ξανασυστήνομαι χωρίς να καταργώ το παρελθόν. Ελπίζω. Προχωρώ… με τα όμορφά μου και τα άσχημά μου παρέα!

(τα δικά σου από τα δικά σου σου προσφέρω ως ένα ελάχιστο ευχαριστώ)

βρες το δικό σου μοναπάτι, βρες ποιος είσαι

Dusan B. Hadnadjev Portraits

Τη μέρα εκείνη ο Σινκλέρ σηκώθηκε, όπως πάντα, στις εφτά τo πρωί. Όπως κάθε μέρα, σύρθηκε με τις παντούφλες του ώς το μπάνιο και, ύστερα από ένα ντους, ξυρίστηκε και αρωματίστηκε. Ντύθηκε με ρούχα της μόδας, όπως συνήθιζε, και κατέβηκε στην είσοδο να πάρει την αλληλογραφία του. Εκεί ένιωσε τη πρώτη έκ­πληξη της ημέρας. Δεν υπήρχαν γράμματα!

Τα τελευταία χρόνια η αλληλογραφία του αυξανόταν διαρκώς, και ήταν σημαντικός παράγοντας για την επαφή του με τον κόσμο. Λίγο κακόκεφος με την είδηση της απουσίας ειδήσεων, έφαγε βιαστικά το συνηθισμένο του πρόγευμα με γάλα και δημητριακά (όπως συνιστούσαν οι γιατροί) και βγήκε στο δρόμο.

Όλα ήταν όπως πάντα: τα συνηθισμένα οχήματα κυκλοφο­ρούσαν στους ίδιους δρόμους και παρήγαγαν τον ίδιο θόρυβο της πόλης που γκρίνιαζε — όπως κάθε μέρα. Διασχίζοντας την πλατεία, έπεσε σχεδόν πάνω στον καθηγητή Εξέρ, έναν παλιό του γνωστό. Συχνά περνούσαν πολλές ώρες μαζί κουβεντιάζοντας άχρηστα μεταφυσικά θέματα. Τον φώναξε με το όνομα του αλλά είχε πια απομακρυνθεί, κι ο Σινκλέρ σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα τον είχε ακούσει. Η μέρα είχε αρχίσει άσχημα και φαινόταν να χει­ροτερεύει με την ανία να απειλεί τη διάθεση του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι, στο διάβασμα και την έρευνα, και να περιμένει τα γράμματα που σίγουρα θα έφταναν πολλαπλάσια, για να αντισταθμίσουν την πρωινή έλλειψη.

Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά και ξύπνησε πολύ νω­ρίς. Κατέβηκε, και ενώ έτρωγε το πρωινό του άρχισε να παρα­κολουθεί από το παράθυρο πότε θα έρθει ο ταχυδρόμος. Όταν, τελικά, τον είδε να στρίβει στη γωνία, η καρδιά του χοροπήδησε. Ωστόσο, ο ταχυδρόμος πέρασε μπροστά από το σπίτι του χωρίς να σταθεί. Ο Σινκλέρ βγήκε και τον φώναξε για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν γράμματα γι’ αυτόν. Ο ταχυδρόμος τον διαβεβαίω­σε ότι δεν είχε τίποτα στο σάκο του για το σπίτι εκείνο κι ότι δεν υπήρχε καμία απεργία στα ταχυδρομεία, ούτε προβλήματα στη διανομή της αλληλογραφίας.

Αντί να τον καθησυχάσει, αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισ­σότερο. Κάτι συνέβαινε κι έπρεπε να βρει τι. Φόρεσε ένα σακάκι και πήγε στο σπίτι του φίλου του, του Μάριο.

Μόλις έφτασε, είπε στον μπάτλερ να τον αναγγείλει και πε­ρίμενε στο σαλόνι. Ο φίλος του δεν άργησε να φανεί. Ο Σινκλέρ πήγε να τον αγκαλιάσει, όμως, εκείνος περιορίστηκε να ρωτήσει:

«Συγνώμη, κύριε, γνωριζόμαστε;»

Ο άνθρωπος νόμισε ότι πρόκειται γι’ αστείο και γέλασε με το ζόρι ζητώντας από το φίλο του να του βάλει ένα ποτό. Το απο­τέλεσμα ήταν τρομακτικό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού κάλεσε τον μπάτλερ και τον πρόσταξε να πετάξει έξω τον άγνωστο. Ο Σιν­κλέρ τότε παραφρόνησε κι άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, προ­καλώντας ακόμα περισσότερο τον γεροδεμένο υπηρέτη που τον έσπρωξε με βία στο δρόμο…

Πηγαίνοντας προς το σπίτι του συνάντησε διάφορους γείτο­νες που τον αγνόησαν ή του φέρθηκαν σαν να μην τον γνώριζαν.

Μια ιδέα του σφηνώθηκε στο μυαλό: υπήρχε κάποια συ­νωμοσία εναντίον του κι αυτός είχε διαπράξει κάποιο περίεργο λάθος ενάντια στην κοινωνία που τώρα τον απέρριπτε, ενώ πριν από λίγες ώρες τον εκτιμούσε. Ωστόσο, όσο κι αν συλλογιζόταν, δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα γεγονός που να μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό, πόσο μάλλον κάτι που να είχε ενοχλήσει ολόκληρη την πόλη.

Άλλες δύο μέρες έμεινε στο σπίτι του περιμένοντας την αλ­ληλογραφία που δεν έφτασε. Λαχταρούσε την επίσκεψη κάποιου φίλου του που, παραξενεμένος από την απουσία του, θα του χτυ­πούσε την πόρτα για να μάθει τι κάνει. Τίποτα, όμως, δεν συνέβη. Κανένας δεν ήρθε στο σπίτι του. Η καθαρίστρια έλειψε δίχως να τον ειδοποιήσει και το τηλέφωνο του έπαψε να λειτουργεί.

Ενθαρρυμένος από ένα ποτηράκι παραπάνω, την πέμπτη νύχτα ο Σινκλέρ αποφάσισε να πάει στο μπαρ όπου συναντούσε πάντοτε τους φίλους του για να πουν τις καθημερινές ανοησίες. Μόλις μπήκε τους είδε, όπως πάντα, στο τραπέζι της γωνίας που τους άρεσε. Ο χοντρός Χανς έλεγε το ίδιο καλαμπούρι κι οι άλλοι γελούσαν, όπως συνήθως. Ο Σινκλέρ πήρε μια καρέκλα και κάθι­σε. Αμέσως, έπεσε νεκρική σιγή που δήλωνε πόσο ανεπιθύμητος ήταν ο νεοφερμένος. Ο Σινκλέρ δεν άντεξε άλλο.

«Μπορώ να μάθω τι έχετε πάθει όλοι μαζί μου; Αν έκανα κάτι που σας ενόχλησε, ας μου το πείτε επιτέλους για να τελειώνουμε. Μη μου φέρεστε όμως έτσι, γιατί κοντεύω να τρελαθώ.»

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Άλλοι γελούσαν κι άλλοι είχαν θυμώ­σει. Ο ένας έβγαλε διάγνωση για τον νεοφερμένο στηρίζοντας το δείκτη του στα μηνίγγια του. Ο Σινκλέρ ζήτησε πάλι μια εξήγηση, ύστερα παρακάλεσε, και τέλος έπεσε στο πάτωμα ικετεύοντας να του πουν γιατί του τα έκαναν όλα αυτά.

Μόνο ένας αποφάσισε να του απευθύνει το λόγο:

«Κύριε, κανένας από εμάς δεν σας γνωρίζει. Δεν μας έχετε κάνει τίποτα. Αλήθεια, ούτε που ξέρουμε ποιος είστε.»

Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του και βγήκε από το μαγαζί. Έσυρε το κορμί του ώς το σπίτι του. Κάθε του πόδι ζύγιζε έναν τόνο.

Έφτασε στην κάμαρα του κι έπεσε στο κρεβάτι. Χωρίς να ξέ­ρει ούτε γιατί ούτε πώς, έγινε ένας ξένος, ένας απών. Δεν υπήρχε πια στις ατζέντες των ανθρώπων με τους οποίους αλληλογρα­φούσε, είχε σβηστεί από τη μνήμη των γνωστών του κι είχε χάσει τους φίλους του. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μια σκέψη σαν σφυ-ροκόπημα: ήταν η ερώτηση που του έκαναν οι άλλοι κι άρχιζε να κάνει και ο ίδιος: «Ποιος είσαι;»

Ήξερε, αλήθεια, να απαντήσει στην ερώτηση αυτή; Γνώριζε το όνομα του, τη διεύθυνση του, τι νούμερο πουκάμισο φορού­σε, τον αριθμό της ταυτότητας του και διάφορα άλλα στοιχεία που τον προσδιόριζαν. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ποιος ήταν αληθινά, εσωτερικά και βαθιά; Εκείνες οι προτιμήσεις και συμπεριφορές, οι τάσεις και οι απόψεις, ήταν πράγματι δικές του; Ή, όπως τόσα άλλα, ήταν απλώς μια προσπάθεια να μην απογοητεύσει τους άλ­λους που περίμεναν να είναι όπως ήταν; Κάτι άρχιζε να ξεκαθαρί­ζει μέσα του. Εφόσον ήταν άγνωστος, απελευθερωνόταν από την υποχρέωση να είναι κάτι συγκεκριμένο. Όπως κι αν ήταν, τίποτα δεν θα άλλαζε στην απάντηση που του έδιναν οι άλλοι. Για πρώτη φορά, ύστερα από αρκετές μέρες, ανακάλυψε κάτι που τον ηρέ­μησε. Βρισκόταν σε μια κατάσταση που του επέτρεπε να ενεργεί όπως ήθελε, χωρίς καν να ζητάει την έγκριση του κόσμου.

Πήρε βαθιά ανάσα και ένιωσε λες και νέος αέρας είχε μπει στα πνευμόνια του. Κατάλαβε ότι το αίμα κυκλοφορούσε στις φλέβες του, αντιλήφθηκε το χτύπο της καρδιάς του και ξαφνιά­στηκε που, για πρώτη φορά,

Δεν Ετρεμε.

Τώρα που, επιτέλους, ήξερε ότι ήταν μόνος, όπως ήταν πάντα, ότι είχε μονάχα τον εαυτό του, τώρα μπορούσε να κλάψει ή να γελά­σει… Όμως, για τον εαυτό του, όχι για τους άλλους. Τώρα, επιτέ­λους, το ήξερε:

Η Υπαρξη του Δεν Εξαρτιόταν απο τους Αλλους.

Είχε ανακαλύψει ότι έπρεπε να μείνει ολομόναχος για να μπορέσει να βρει τον εαυτό του…

Κοιμήθηκε ήρεμα και βαθιά κι είδε όμορφα όνειρα.

Ξύπνησε στις δέκα το πρωί, ανακαλύπτοντας ότι μια ηλιαχτί­δα έμπαινε εκείνη την ώρα από το παράθυρο και φώτιζε θαυμά­σια το δωμάτιο του.

Δίχως να κάνει μπάνιο, κατέβηκε τις σκάλες τραγουδώντας ένα τραγούδι που ποτέ δεν είχε ακούσει. Κάτω από την πόρτα κάτι βρήκε. Αναρίθμητα γράμματα που απευθύνονταν σ’ εκείνον.

Η κυρία που καθάριζε βρισκόταν ήδη στην κουζίνα και τον χαιρετούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Και το βράδυ, στο μπαρ, κανένας δεν έδειχνε να θυμάται εκείνη την παράξενη νύχτα τρέλας. Τουλάχιστον, κανένας δεν κα­ταδέχτηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.

Όλα είχαν ξαναγίνει φυσιολογικά… εκτός από εκείνον, ευτυχώς, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα χρειαζόταν να παρακαλέσει κανέναν άλ­λον να τον κοιτάξει για να μάθει αν ήταν ζωντανός, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ζητούσε από τους άλλους να τον προσσδιορίσουν, εκείνον, που ποτέ πια δεν θα ένιωθε φόβο μήπως τον απορρίψουν.  Όλα ήταν ίδια, εκτός από αυτόν τον άνθρωπο που ποτέ πια δεν θα ξεχνούσε ποιος ήταν.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ «Να σου πω μια ιστορία», εκδόσεις Opera 2008)

Φωτογραφία: Dusan B. Hadnadjev

ποίημα στους φίλους

swordman_by_micchu

Δεν µπορώ να σου δώσω λύσεις για όλα τα προβλήµατα της ζωής,

ούτε έχω απαντήσεις στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,

αλλά µπορώ να σε ακούσω και να τα µοιραστώ µαζί σου.

Δεν µπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.

Αλλά όταν µε χρειάζεσαι θα ‘µαι δίπλα σου.

Δεν µπορώ ν’ αποτρέψω να µη σκοντάψεις.

Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου, για να κρατηθείς και να µη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαµβοί σου κι οι επιτυχίες σου δεν είναι δικά µου.

Αλλά χαίροµαι ειλικρινά να σε βλέπω ευτυχισµένο.

Δεν κρίνω τις αποφάσεις που παίρνεις στη ζωή.

Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω, να σε παροτρύνω και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.

Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,

αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο, τον απαραίτητο για ν’ αναπτυχθείς.

Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,

αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου και να µαζέψω τα κοµµάτια, για να τη φτιάξω από την αρχή.

Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.

Μονάχα µπορώ να σ’ αγαπώ όπως είσαι και να ‘µαι φίλος σου.

Αυτές τις ηµέρες σκέφτηκα τους φίλους και τις φίλες µου.

Δεν ήσουν ψηλά, ούτε χαµηλά ούτε στη µέση. Δεν ήσουν στην αρχή, ούτε στο τέλος της λίστας.

Δεν ήσουν το νούµερο ένα, ούτε το τελικό,

ούτε διεκδικώ να ‘µαι πρώτος, δεύτερος ή τρίτος στη δική σου.

Φτάνει που µε θες για φίλο.

Ευχαριστώ που ‘µαι αυτό.

Χόρχε Μπουκάϊ

(αφiερωμένο από καρδιάς στον αγαπημένο φίλο nightwhisper

για όλα όσα έχουμε διαβεί μαζί ως τώρα

και για όλα όσα μας περιμένουν ακόμη να τα διαβούμε παρέα!)

στόχος και πορεία

Υπάρχει διαφορά μεταξύ των λέξεων στόχος και πορεία και ο καλύτερος τρόπος για να την αναλύσουμε είναι μέσω της παρακάτω ιστορίας :

«Πάει κάποιος μια μέρα στη θάλασσα για να κάνει μια βόλτα με το ιστιοφόρο του και, ξαφνικά, ξεσπά μια δυνατή καταιγίδα και παρασύρει ανεξέλεγκτα το σκάφος του στ’ ανοιχτά. Μες την καταιγίδα, ο άνθρωπος δεν βλέπει προς τα πού πάει το ιστιοφόρο. Με κίνδυνο να γλιστρήσει και να πέσει από το κατάστρωμα, ρίχνει την άγκυρα για να μη συνεχίσει να τον παρασύρει ο άνεμος, και καταφεύγει στην καμπίνα του μέχρι να κοπάσει λίγο η καταιγίδα. Όταν πέφτει ο αέρας, βγαίνει ο άντρας από το καταφύγιό του και επιθεωρεί το σκάφος από την πρύμνη ως την πλώρη. Το εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή, και με χαρά διαπιστώνει ότι το σκάφος είναι ανέπαφο. Η μηχανή δουλεύει μια χαρά, το κύτος δεν έχει υποστεί την παραμικρή ζημιά, τα πανιά είναι άθικτα, το πόσιμο νερό δεν έχει χυθεί και το τιμόνι λειτουργεί σαν καινούργιο.

Ο ιστιοπλόος χαμογελά και σηκώνει το βλέμμα του με την πρόθεση να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής προς το λιμάνι. Κοιτάζει ψηλά ένα γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά παντού βλέπει μόνο θάλασσα. Συνειδητοποιεί πως η θύελλα τον έχει παρασύρει μακριά από την ακτή κι έχει χαθεί.

Αρχίζει ν΄ απελπίζεται και να αγχώνεται.

Όπως συμβαίνει σε κάποιους ανθρώπους σε στιγμές υπερβολικά δυσάρεστες, ο άντρας αρχίζει να κλαίει και να παραπονιέται φωναχτά:

“Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος…τι θ΄ απογίνω…”

Και ενθυμούμενος ότι είναι ένας άνθρωπος με θρησκευτική παιδεία – όπως συμβαίνει μερικές φορές, δυστυχώς μόνο σε τέτοιες στιγμές – , λέει:

“Θεέ μου, είμαι χαμένος, βοήθησέ με Θεέ μου, είμαι χαμένος…”

Αν και μπορεί να φανεί ψέμα, γίνεται ένα θαύμα σ΄ αυτή την ιστορία: ανοίγει ο ουρανός, εμφανίζεται ένας διάφανος κύκλος ανάμεσα στα σύννεφα, περνάει μια ακτίνα ήλιου, όπως στις ταινίες, και ακούγεται μια βαθιά φωνή (του Θεού;) που λέει:

“Τι σου συμβαίνει;”

Μπροστά στο θαύμα ο άντρας γονατίζει και παρακαλεί:

“Είμαι χαμένος, δεν ξέρω πού βρίσκομαι, είμαι χαμένος, φώτισέ με, Κύριε. Πες μου, πού βρίσκομαι…Κύριε; Πού βρίσκομαι;”

Εκείνη τη στιγμή η φωνή, απαντώντας στην απελπισμένη παράκληση, λέει:

“Βρίσκεσαι σε γεωγραφικό πλάτος 38 μοίρες νότια, γεωγραφικό μήκος 29 μοίρες δυτικά” κι αμέσως κλείνει ο ουρανός.

“Ευχαριστώ, ευχαριστώ…” λέει ο άντρας.

Μόλις όμως περνάει η πρώτη χαρά, το σκέφτεται λιγάκι και ξαναρχίζει να κλαίγεται ανήσυχος:

“Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος…”

Συνειδητοποιεί ότι, ακόμα κι αν ξέρει πού βρίσκεται, πάλι χαμένος είναι. Γιατί το να ξέρεις που βρίσκεσαι, δεν σου λέει τίποτα για να πάψεις να είσαι χαμένος.

Ο ουρανός ανοίγει ακόμη μια φορά:

“Μα, τι σου συμβαίνει επιτέλους;”

“Να, στην πραγματικότητα δεν με εξυπηρετεί σε τίποτα να ξέρω πού βρίσκομαι… Αυτό που θέλω να ξέρω είναι πού πάω. Σε τι ωφελεί να ξέρω πού βρίσκομαι αν δεν ξέρω πού πάω; Αυτό που με κάνει να είμαι χαμένος είναι ότι δεν ξέρω πού πάω.”

“Ωραία”, λέει η φωνή, “πας στο Μπουένος ΆΙρες” και αρχίζει πάλι να κλείνει ο ουρανός.

Τότε, πιο γρήγορα τώρα, πριν προλάβει να κλείσει τελείως ο ουρανός, λέει ο άντρας:

“Είμαι χαμένος, Θεέ μου, είμαι χαμένος και απελπισμένος…!”

Ανοίγει ο ουρανός για τρίτη φορά:

“Τι τρέχει πάλι;”

“Να…εγώ, ξέροντας πού βρίσκομαι και ξέροντας πού πάω, συνεχίζω να είμαι χαμένος όπως και πριν, γιατί στην πραγματικότητα δεν ξέρω καν πού βρίσκεται το μέρος όπου πάω!”

Η φωνή απαντάει:

“Το Μπουένος Άϊρες είναι 38 μοίρες….”

“Όχι, όχι, όχι!” αναφωνεί ο άντρας. “Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος…Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Συνειδητοποιώ ότι δεν φτάνει να ξέρω πού βρίσκομαι και πού πάω. Χρειάζεται να ξέρω ποιος είναι ο δρόμος για να φτάσω εκεί. Χρειάζομαι τον δρόμο

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πέφτει από τον ουρανό μια περγαμηνή δεμένη με μια κορδέλα.

Την ανοίγει ο άντρας και βλέπει έναν ναυτικό χάρτη. Επάνω αριστερά αναβοσβήνει ένα κόκκινο σημείο και από κάτω λέει:

“Βρίσκεστε εδώ.”

Και κάτω δεξιά, ένα γαλάζιο σημείο γράφει:

“Μπουένος Άϊρες “.

Με χρώμα φούξια φωσφορίζον, ο χάρτης δείχνει μια πορεία με πολλές ενδείξεις:

Δίνη…

Ύφαλος…

Βράχια…

Και, φυσικά, σημειώνει την πλεύση που πρέπει να ακολουθήσει ο ήρωάς μας για να φτάσει στον προορισμό του.

Επιτέλους, ο άντρας είναι ευχαριστημένος. Γονατίζει, κάνει το σταυρό του και λέει:

“Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου…”

Ο άπειρος και άτυχος ήρωάς μας

Κοιτάζει τον χάρτη…

Βάζει μπροστά τη μηχανή…

Σηκώνει τα πανιά…

Κοιτάζει ολόγυρα…

Και λέει:

“Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος!” »

 

Ασφαλώς.

Ο κακομοίρης, συνεχίζει να είναι χαμένος.

Όπου κι αν κοιτάξει, παντού υπάρχει μόνο νερό, κι όλες μαζί οι πληροφορίες που έχει δεν του χρησιμεύουν σε τίποτα, αφού δεν ξέρει από πού ν΄ αρχίσει το ταξίδι.

Σ΄ αυτήν την ιστορία ο άντρας βλέπει πού βρίσκεται, ξέρει ποιος είναι ο προορισμός του, γνωρίζει τον δρόμο  που συνδέει το σημείο που βρίσκεται με το μέρος που πηγαίνει, κι εντούτοις, κάτι του λείπει για να πάψει να είναι χαμένος.

Τι είναι αυτό που του λείπει;

Να ξέρει προς τα πού πάει.

Τι θα έκανε ο  κυβερνήτης ενός πλοίου για να καθορίσει την πορεία του;

Θα κοίταζε μια πυξίδα. Γιατί μόνο μια πυξίδα μπορεί να του δώσει αυτή την πληροφορία.

Τώρα που ξέρει πού βρίσκεται, ξέρει πού πάει κι έχει και τον χάρτη που τον κατευθύνει, τώρα, του λείπει η πυξίδα. Γιατί αν δεν έχει πυξίδα, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να ξέρει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί.

Άλλο πράγμα η πορεία και άλλο ο στόχος, ο προορισμός.

Ο στόχος είναι το σημείο άφιξης, ο δρόμος είναι το πώς θα φτάσεις. Η πορεία είναι η γραμμή, η κατεύθυνση. Η κατεύθυνση είναι απαραίτητη, έστω κι αν το μόνο που μπορεί να σου προσφέρει είναι να ξέρεις πού πέφτει ο βορράς. Αν καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά μεταξύ πορείας και στόχου, αρχίζει να ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα.

Ευτυχία είναι, η ικανοποίηση να ξέρεις ότι είσαι στον σωστό δρόμο.

Ευτυχία είναι η εσωτερική ηρεμία που νοιώθει αυτός που ξέρει προς τα πού πάει η ζωή του.

Ευτυχία είναι η σιγουριά ότι δεν είσαι χαμένος.

Στην καθημερινή μας ζωή, οι στόχοι είναι τα λιμάνια όπου πρέπει να φτάσουμε, ο δρόμος είναι τα βοηθήματα που έχουμε στη διάθεσή μας για να τα καταφέρουμε, και τον χάρτη μας θα τον προσφέρει η πείρα.

Δεν αμφιβάλλω ότι έχει σημασία να ξέρουμε πού βρισκόμαστε. Ωστόσο…χωρίς κατεύθυνση δεν υπάρχει δρόμος.

Είναι πιθανό, όταν βρίσκεται κανείς κοντά στον στόχο, να αισθάνεται ότι δεν είναι πια χαμένος. Όμως, αυτή η σιγουριά δημιουργεί δύο προβλήματα:

  1. Πρέπει να περιορίζω την επιλογή μου αποκλειστικά στους στόχους που διαγράφονται μπροστά μου.
  2. (και το πιο σοβαρό…) Τι γίνεται αφότου έχω φτάσει στον στόχο μου, ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος, νοιώθοντας θαυμάσια και σε πλήρη αρμονία με τον εαυτό μου; Τι γίνεται τη στιγμή που ακολουθεί την πληρότητα;

Γιατί θα πρέπει να προσπαθήσω να βρω άλλον στόχο, και να θυμάμαι ότι κι αυτός θα πρέπει να είναι μέσα στα γνωστά πλαίσια, αλλιώς πάλι θα χαθώ.

Η στρατηγική σύμφωνα  με την οποία πρέπει να ανανεώνω συνεχώς τους στόχους μου για να αισθάνομαι ευτυχισμένος, πάντα αναγκασμένος να αποδιώχνω τον τερματισμό των προσπαθειών μου μόνο και μόνο για να συνεχίζω να βαδίζω, η ανάγκη να εφευρίσκω μόνο κοντινούς προορισμούς για να μην τυχόν και χαθώ στο δρόμο, όλο αυτό εμένα μου φαίνεται ένα υπερβολικά βαρύ φορτίο.

Επαναλαμβάνω: αν η ευτυχία μου προϋποθέτει να μην αισθανθώ ποτέ χαμένος, κι αν το τίμημα που πρέπει να καταβάλλω για να νοιώθω ευτυχής με εξαναγκάζει να κινούμαι πάντα σε κοντινές περιοχές, εγώ βρίσκω ότι κοστίζει υπερβολικά ακριβά.

Μεγαλώνω σημαίνει επεκτείνω τα όρια.

Σημαίνει να φτάνω κάθε φορά και πιο πέρα.

Πως θα μεγαλώσω αν ζω περιορισμένος στα γνωστά, από φόβο μήπως χαθώ;

Το θέμα λοιπόν είναι να ξέρουμε την πορεία.

Το θέμα δεν είναι να ξέρω πού πάω, δεν είναι πόσο κοντά βρίσκομαι ούτε ν΄ ανακαλύψω τι πρέπει να κάνω για να φτάσω στον στόχο.

Το θέμα είναι ότι ακόμη κι αν ο περιβάλλον χώρος δεν μου επιτρέπει να δω την ακτή, αν εγώ ξέρω πού πάω, δεν με ενδιαφέρει ποτέ το μέρος που θα φτάσω, αλλά η κατεύθυνση την οποία ακολουθώ.

Στην περίπτωση των στόχων, ποτέ δεν ξέρω αν βαδίζω σωστά, όσο αυτοί δεν βρίσκονται μέσα στο οπτικό μου πεδίο.

Όταν ξέρω την πορεία, δεν με ενδιαφέρει πια αν θα φτάσω στο τέρμα. Είναι δυνατόν να μην είμαι χαμένος και να μη με νοιάζει το άμεσο αποτέλεσμα.

Κι αν εξαιρέσουμε τη ματαιοδοξία, αυτό είναι όφελος.

Αν για την ευτυχία μετρούσε ο προορισμός, τότε θα ήταν εξαρτημένη από τη στιγμή της άφιξης.

Αντίθετα, αν εξαρτάται από την αναζήτηση της πορείας, το μόνο που ενδιαφέρει είναι να βαδίζω στον δρόμο, κι ο δρόμος αυτός να είναι ο σωστός.

Ο σωστός δρόμος είναι εκείνος που ευθυγραμμίζεται με την πορεία που δείχνει η πυξίδα.

Όταν ο δρόμος προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση που δίνω στη ζωή μου, τότε είμαι στο σωστό δρόμο.

Προσέξτε όμως, δεν υπάρχει μόνο ένας σωστός δρόμος, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μόνο ένα μονοπάτι που πάει προς το βορρά. Σωστό είναι και το ένα, αλλά και το άλλο, και το άλλο…και το άλλο…

 

Όλοι οι δρόμοι είναι σωστοί, αν πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση.

Μπορώ να επιλέξω οποιονδήποτε δρόμο και κάνει το ίδιο. Αφού η πορεία συμπίπτει με τον δρόμο, η αίσθησή μου είναι πως δεν είμαι χαμένος.

Στη ζωή, την πορεία την διαγράφει η κατεύθυνση που ο καθένας αποφασίζει να δώσει στην ύπαρξή του.

Και η πυξίδα καταφέρνει ν΄ απαντήσει στην απλή ερώτηση:

Προς τι ζω;

Όχι γιατί αλλά προς τι.

Όχι πώς αλλά προς τι.

Όχι με ποιον αλλά προς τι.

Όχι από τι αλλά προς τι.

Η ερώτηση είναι προσωπική. Το θέμα δεν είναι να απαντήσεις προς τι ζει ο άνθρωπος, προς τι υπάρχει η ανθρωπότητα, προς τι έζησαν οι γονείς σου ούτε τι νόημα έχει η ζωή των ανήθικων.

Το θέμα είναι Η ΖΩΗ ΣΟΥ.

Τι νόημα έχει η ζωή σου;

Αν μπορείς ν΄ απαντήσεις με ειλικρίνεια σ΄ αυτήν την ερώτηση, σημαίνει ότι έχεις βρει την πυξίδα για το ταξίδι.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Jorge Bucay «Ο Δρόμος της Ευτυχίας», Φύλλα Πορείας IV, εκδ. Opera 2011)

 

Φωτογραφία – π. Νικόλαος Katalnikov: Within the temple.

σπασμένα είδωλα

«- Τι αγάπησες;

– Την εικόνα του.

– Και σου άρεσε;

– Μάλλον.

– Και τώρα;

– Είδα το είδωλο που κουβαλούσα μέσα μου.

– Κατάλαβα. Πάλι θρόνο είχες χτίσει.» (Ν. Ψ. 19/02/2007)

Σήμερα πήγα ακόμη πιο βαθιά μέσα μου, για να μπορέσω να συναντήσω τον εαυτό μου. Πόσα πράγματα δεν είχα καταλάβει… πόσα χρόνια έπρεπε να περάσουν πάνω μου για να φτάσω στη σημερινή συνειδητότητα! Απίστευτη διαδρομή οι τελευταίες μέρες – μέσα τους συμπυκνώνουν μία ολόκληρη ζωή…

Δεν ήθελα να το παραδεχτώ – ένιωθα πάντα μόνος κι ας περιστοιχιζόμουν από τόσο κόσμο! Το δυναμικό προσωπείο κάλυπτε εκπληκτικά την ανασφάλειά μου… λίγοι την είχαν υποπτευθεί, αλλά εγώ δεν ήθελα να τους πιστέψω. Ο γλυκύτατος πατέρας μου, στα 81 του τώρα πια, δεν το αναγνωρίζει αλλά εγώ το ξέρω – ποτέ του δεν πίστεψε σε μένα! Πάντα τα έκανε όλα καλύτερα από μένα – ήταν τόσο άψογος σε όλα, που δεν τολμούσα να δοκιμάσω ούτε να τον πλησιάσω… Ήταν αδιανόητο, η ήττα που με περίμενε θα ήταν τραγικά μεγάλη! Μόνο τώρα, τώρα που έχει καταπέσει, αντιστράφηκαν οι ρόλοι – τώρα είναι εκείνος ο αδύναμος και εγώ καλούμαι νάμαι ο δυνατός! Μια χρυσή ευκαιρία να του αποδείξω πόσο με είχε αδικήσει…

Δεν είναι έτσι… Όσο κι αν παλεύω να αποδείξω κάτι στον πατέρα μου, αν εγώ ο ίδιος δεν πιστέψω στο μέσα μου, αν δεν το αγαπήσω ολοκληρωτικά, τίποτα δε θάχω καταφέρει!

Είχα πάντα την ανάγκη της αποδοχής του άλλου, μία γιγαντιαία ανάγκη που δεν τολμούσα να αντικρύσω κατά πρόσωπο. Κι όταν περίπου πριν δυο χρόνια έφυγε από κοντά μου εκείνος ο άνθρωπος με τον οποίο είχαμε μοιραστεί τόσες υπέροχες συνεργασίες για πολλά χρόνια, πόνεσα πολύ ακριβώς για αυτό το λόγο: γιατί ένιωσα ότι με είχε απορρίψει! Εν τέλει δεν την αντέχω την απόρριψη!

Πάνε πολλά χρόνια από τη δική μας συνάντηση. Όταν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας τόσο ξαφνικά και παράδοξα, ήταν σα να γνωριζόμασταν μια ολόκληρη ζωή! Εγώ είχα τόση ανάγκη από την προσοχή του άλλου εκείνο το διάστημα – τώρα που τα βλέπω όλα από απόσταση, τότε μου έλειπε αφάνταστα το νοιάξιμο και η αποδοχή! Και ξαφνικά, ένας άνθρωπος με τόσο ξεχωριστή ευαισθησία βρέθηκε στο δρόμο της ζωής μου να μου ξεδιπλώνει τηδική του ζωή με απέραντη εμπιστοσύνη (χωρίς καλά καλά να με έχει γνωρίσει), να μου ανοίγει την καρδιά του και να μου απλώνει το χέρι του. Ένα υπέροχο, γλυκύτατο «παιδί» που δεν είχε ιδέα για τα κενά που κουβαλούσα εγώ μέσα μου, πίστευε σε μένα και έπαιρνε ζωή από αυτό!

Μία πολύ όμορφη φιλία γεννήθηκε μέσα από αυτή τη συνάντηση και εδραιωθηκε μέσα από μοιράσματα, κοινές αγωνίες, χαρές, λύπες, δυσκολίες… και μετά από κάθε δυσκολία, η σχέση μας έβγαινε πάντα πιο δυνατή. Μία υπέροχη, ιδαίτερη διαδρομή για την οποία δε μετανιώνω ούτε δευτερόλεπτο… Μόνο που δεν είχα καταλάβει ότι αυτή η σχέση δεν ήταν ισότιμη! Και έφταιγα και εγώ για αυτό…

Μπήκα σε αυτή τη σχέση με εντελώς ανοιχτά όρια, χωρίς δικές μου προϋποθέσεις. Δόθηκα εξ’ ολοκλήρου (ήμουν πάντα παρορμητικός και ενθουσιώδης, οπότε δε βοηθούσε κι αυτό), δόθηκα γιατί είχα ανάγκη να πάρω, δόθηκα γιατί εισέπρατα την αποδοχή που μούλειπε τόσο πολύ… Κι αυτή την αποδοχή την εισέπρατα με έτον πιο υπέροχο τρόπο έκφρασης  – με αυτή την «παιδική» αθωόοτητα και τρυφερότητα… Έβλεπα το «παιδί» μέσα σου κι αυτό ήταν που με τράβηξε μάλλον από την αρχή, αυτό ήταν που μου έδινε τη «σιγουριά» ότι δε θα με απέρριπτες, το παιδί με το υπέροχο συναίσθημα και την ιδαίτερη ευαισθησία που τον χαρακτήριζε! Όμως, ταυτόχρονα, δεν μπορούσα να αισθάνομαι ότι σχετίζομαι με ένα παιδί… Για αυτό έφτιαξα μέσα μου τη δική μου εικόνα για σένα, παράβλεψα τα δικά σου προβλήματα και τη δική σου εύθραυστη ισοροπία, σε έβαλα πολύ ψηλά για να νιώθω ότι στέκεσαι δίπλα μου ισότιμα, μεγένθυνα όλα τα καλά σου, επένδυσα σε σένα και περίμενα να είσαι όπως εγώ σε ήθελα!!! Δεν άντεχα να σε βλέπω να εκπίπτεις από το είδωλό σου που εγώ είχα κατασκευάσει… Δεν μπορούσα να αποδεχτώ ότι οι άνθρωποι σπάνια φτάνουν στην τελειότητα σε ό,τι επιδιώκουν (και για αυτό ήμουν πιο αυστηρός μαζί σου σε σχέση με τους άλλους και περίμενα πάντα περισσότερα από σένα). Δε σε είχα βάλει στην πραγματική σου διάσταση, με τα συν και με τα πλην σου! Για αυτό και δεν άντεχα τις ανθρώπινες «αποτυχίες» σου (μα ειλικρινά, πόσοι άνθρωποι μπορεί να συμπεριφόρονται καταστρεπτικά από πρόθεση;;; κι όμως εγώ ένιωθα ότι με κατέστρεφες!).

Όλη αυτή η παράξενη διαδρομή αυτών των ημερών, με βοήθησε να καταλάβω πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη να αποκτήσω συνείδηση του εαυτού μου, να βουτήξω πολύ βαθιά μέσα μου και να δω πού βρίσκομαι! Σιγά σιγά άρχισα να φιλτράρω τα πάντα γύρω από μένα και να βρίσκω τα κλειδιά για να βάλω το καθετί στο πραγματικό του πλαίσιο και να ορίσω εγώ τον εαυτό μου. Κι αυτή η διαδικασία μου δίνει σταδιακά εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση. Ο Θεός με επισκέφτηκε με τον πιο παράδοξο τρόπο που θα μπορούσα να είχα φανταστεί (και το κάνει για δεύτερη φορά στη ζωή μου) και μου έδειξε το μονοπάτι… Ακόμη πορεύομαι… κι ίσως αυτή η πορεία να αναδειχτεί σε πορεία μίας ολόκληρης ζωής. Η αρχή, όμως, έγινε!

Τώρα ξέρω πως όλοι μας έχουμε χρέος να στηριζόμαστε στα δικά μας πόδια και τις αδυναμίες μας να τις εναποθέτουμε στα χέρια του Θεού. «Κανείς δεν μπορεί να σταθεί στα δικά σου πόδια για σένα. Κανείς δεν μπορεί να σηκώσει τον άλλο, πολύ καιρό, χωρίς να σακατευτούν κι οι δυο στο τέλος.» (Βιρτζίνια Σατίρ)

Τώρα ξέρω πως αυτή η τόσο ξεχωριστή φιλία μας μπορεί να μπει στο αληθινό της πλαίσιο, να ανθίσει, να ωριμάσει και να γίνει αληθινή πορεία ζωής!

Σήμερα έσπασα το είδωλό σου κι είδα την ομορφιά της πραγματικής σου εικόνας!

Σήμερα δε με φοβίζει αν κάποια στιγμή εσύ φύγεις, γιατί τίποτα δε χάνεται μέσα μας αν υπάρχει όντως μέσα μας, ακόμη κι αν δεν είναι ο άλλος δίπλα μας ως φυσική παρουσία!

Σήμερα ξέρω γιατί τόσο πολύ μοιάζουμε εμείς οι δύο και γιατί διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας κι οι ζωές μας!

Σήμερα μπορώ να σου φωνάξω «μην κάνεις το ίδιο λάθος με μένα!»…

Σήμερα πια ξέρω πόσο σπουδαίο είναι να βρει κανείς τη χαμένη αυτοπεποίθησή του ώστε να μην εξαρτιέται από σχέσεις που θα του αποδεικνύουν τι αξίζει και πόσο σημαντικός είναι, αλλά δε θάναι αληθινές και ισότιμες σχέσεις!

«Όλα αυτά μπορούν να γίνουν. Είναι απλά και λογικά. Οι δυσκολίες επικεντρώνονται κυρίως στην έλξη που ασκούν ακόμη οι παλιές εμπειρίες από το μοντέλο φοβέρα – αμοιβή, από την άγνοια και την έλειψη ενός θετικού μοντέλου σχέσης. Το θετικό ζευγάρωμα μπορεί να μας βοηθήσει να φθάσουμε σε ένα κανούργιο τρόπο συνύπαρξης» (από το βιβλίο της Βιρτζίνια Σατίρ «Πλάθοντας ανθρώπους», εκδ. Κέδρος 1989 – σας το συστήνω ανεπιφύλακτα!)

(φωτογραφία: Sapna Chand)

για τους χαμένους θησαυρούς…

Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι’ αυτό πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.
Αυτή τη νύχτα, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας.
Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μία σακούλα.

Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει: »Ποιος ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία;» και αμέσως διορθώνει: »στην δική μου παραλία.». Σκύβει λοιπόν, πιάνει τη σακούλα, και τη βγάζει από το νερό.

Είναι θεοσκότεινα… Βγάζει το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες.
Ενστικτωδώς παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει με δύναμη στην θάλασσα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ! Μετά αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ-πλαφ! Διασκεδάζει.. Ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει τον χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει και με κλειστά μάτια και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.

Μέχρι που βγαίνει ο ήλιος. Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα. Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά από τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία και έχει βγει ήδη ο ήλιος. Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να τη πετάξει με όλη του την δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει τη προσοχή.

Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη βρομιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ.

Συνειδητοποιεί ότι η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι. Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει όμως μόλις σκέφτεται ότι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα. 

Και σκέφτεται: «Τί χαζός που ήμουνα!»

Είχε στα χέρια του μία σακούλα γεμάτη πέτρες από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό. Αρχίζει τότε να οδύρεται, να κλαίει και να θρηνεί.. να λυπάται για τις χαμένες πέτρες.. Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.. είναι τρελός, είναι ηλίθιος..

Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.

Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα… συνειδητοποιεί πως ο ήλιος θα μπορούσε να έχει αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.
Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει ένα θησαυρό και αυτός ο θησαυρός είναι από μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος. Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμη στα χέρια του.

Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε πάντα τόσο σοφοί ώστε να μην κλαίμε για τις πέτρες, τις ευκαιρίες, που απροετοίμαστοι ίσως τις πετάξαμε, τις χαραμίσαμε, τα πράγματα εκείνα που έφερε η θάλασσα και τα πήρε μετά.. Μακάρι να είμαστε έτοιμοι να δούμε την λάμψη στις πέτρες που έχουμε στα χέρια μας και να μπορούμε να τις χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Jorge Bucay «Ο Δρόμος των Δακρύων», Φύλλα Πορείας ΙΙΙ, εκδ. Opera 2010.

Τα λουλούδια θ΄ ανθίσουν στον κήπο σου,

αλλά αν δεν ανοίξεις το παράθυρο

δεν θα χαρείς ποτέ το άρωμά τους.

Τα χελιδόνια θα ξανάρθουν την Άνοιξη

αλλά αν μείνεις κλεισμένος στο υπόγειο

δεν θα ξέρεις καν πως τελείωσε ο χειμώνας.

Ο ήλιος σίγουρα θα ξαναβγεί αύριο,

αλλά αν δεν σηκώσεις τα μάτια στον ουρανό

οι ακτίνες δεν θα σου φωτίσουν το πρόσωπο.

Αν μείνεις ακίνητος, υπερβολικά ακίνητος

παύεις να είσαι άνθρωπος, γίνεσαι άγαλμα

και η ζωή παύει να κυλάει μέσα σου….. (από το βιβλίο του ιδίου «Ο Δρόμος της Πνευματικότητας», Φύλλα Πορείας V, εκδόσεις Opera, 2014)

(φωτογραφία: Ν. Ψ.)

μια απρόσμενη επίσκεψη

«Απόψε με ένα θηρίο πάλεψα.

Νόμιζα ότι το είχα σκοτώσει προ καιρού.

Αυταπάτη ήταν;

Μα οι ουλές είναι ακόμα νωπές.» (Ν. Ψ. 12/12/2006)

Απόψε με επισκέφτηκες ξανά! Πάνε κάπου οκτώ χρόνια τώρα από την πρώτη εκείνη επίσκεψη… Έχεις την εντύπωση ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε, ένας έφηβος που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ! Μπορεί και νάναι έτσι… είναι περίεργο, οι μάχες παραμένουν ίδιες, κι ίσως πιο έντονες ακόμη από τότε… Όμως έχεις κάνει μια διαδρομή από το τότε στο σήμερα, μην το αρνείσαι αυτό στον εαυτό σου. Όλοι μας κάνουμε μία διαδρομή στο πέρασμα του χρόνου, ακόμη κι αν γυρνάμε πίσω μπρος πολλές φορές… Η διαδρομή είναι πιο σημαντική από το τέρμα της, η διαδρομή δεν πρέπει να σταματήσει  ακόμη κι αν δε καταφέρουμε να φτάσουμε ποτέ στο τέρμα της.

Μα τώρα, η ματιά σου είναι διαφορετική κι αυτά που τότε αναγνώριζες επιφανειακά, τα βλέπεις στο πραγματικό τους βάθος σήμερα και για αυτό τρομάζεις και πονάς!

Μη φοβάσαι το σφίξιμο που ένιωσες απόψε σε αυτή την απρόσμενη επίσκεψή σου!

Βούτα βαθιά στον εσωτερικό σου κόσμο, άσε στην άκρη τα είδωλα που είχες επιλέξει γιατί σε βόλευαν, πιάσε το μέσα σου από το χέρι και βγες από το κάστρο που μόνος σου έχτισες γιατί νόμιζες ότι εκεί μέσα θάσουν ασφαλής! Μα το κάστρο αυτό δεν είχε ούτε ένα παράθυρο, ήταν γεμάτο σκοτεινιά! Εντάξει, με τα χρόνια άνοιξαν ρωγμές ή χαραμάδες ανάμεσα στις πέτρες σου και που και που έμπαινε λίγο φως – αυτό ήταν το κέρδος στη μέχρι τώρα διαδρομή σου, αυτό το λιγοστό φως! Μα τώρα πια το βλέπεις καθαρά – πρέπει να βγεις ολόκληρος έξω στο φως!

Απόψε μου έδωσες χαρά που με ξαναεπισκέφτηκες! Πόσα μου θύμησες… Μια επίσκεψη σαν κι αυτή, μπορεί να είναι τελικά «τα καλώδια για τη μετάγγιση της ικανής εκείνης ποσότητας που χρειάζεται για να επαναφέρει σε λειτουργία το δυναμό μίας πεσμένης μπαταρίας και να την οδηγήσει στην αυτοεξυπηρέτηση πλέον»! Μπορεί και νάναι η αρχή για να πάψεις να πηγαινοέρχεσαι στις παράλληλες ζωές σου και να αρχίσεις να ζεις αληθινά!!!

Κάτι όμορφο έχει αρχίσει να γεννιέται μέσα σου! Μην το φοβηθείς! Αφουγκράσου το, νιάξου το, πήγαινέ το παραπέρα! Κάθε γέννα έχει σφήξιμο, έχει ζόρι… Μετά τον τοκετό, όμως, όλοι οι πόνοι εξαφανίζονται, γιατί σε πλημμυρίζει η χαρά που σου δίνει η νεογέννητη ύπαρξη! Σε κάθε γέννα, από κοντά ανύστακτος ο γιατρός, έτοιμος να παρέμβει σε κάθε απρόοπτη επιπλοκή!  Έτσι κι ο δικός μας Γιατρός.. Μας επισκέπτεται καθημερινά, ακόμη και με τους πιο παράδοξους τρόπους και παρεμβαίνει χωρίς να καταστρατηγεί ούτε στο ελάχιστο την ελευθερία μας…

Τι έχεις να φοβηθείς, λοιπόν; Πάρε τη ζωή σου στα δικά σου χέρια κι απόθεσε στα δικά Του χέρια όλες τις ανθρώπινες αγωνίες σου και την αδυναμία σου… και πέτα! Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα, άσε την ψυχή σου ανοιχτή να γεμίσει χαρά και φως… και ζήσε!

Υ.Γ.

«- Για να βρεις την άκρη, πρέπει να βουτήξεις βαθιά.

– Θα πονέσει;

– Θα δείξει.

– Και πώς θα βρω την άκρη;

– Βρες πρώτα την αλήθεια σου.

– Κατάλαβα… Θα πονέσει…» (Ν. Ψ. 18/02/2007).

(φωτογραφία – Alexander Shurlakov: For my friend)

η λύτρωση έρχεται από μέσα…

Για μια ακόμη φορά αντιμέτωπος με διλήμματα…

Για μια ακόμη φορά πρέπει να αποφασίσεις…

Δε θέλεις, αλλά πρέπει…

Γιατί φοβάσαι; Η ζωή σου ανήκει μόνο σε σένα και την κάνεις ό,τι θέλεις! Μπορείς να την αγαπήσεις, μπορείς να τη μισήσεις, μπορείς να την κάνεις κόμπο, μπορείς να τη ζήσεις στην κόψη του ξυραφιού (άλλωστε πάντα σε εξίταρε να ζεις στα άκρα, έτσι δεν είναι;), μπορείς να την εναποθέσεις στα χέρια του Θεού… είναι αποκλειστικά δική σου ευθύνη η επιλογή! Μην ξεγελάς πια τον εαυτό σου με τεχνητά διλήμματα…

Θέλεις να πέσεις; Πέσε… δε χάλασε κι ο κόσμος! Μπορεί να τσακιστείς από το πέσιμο και σίγουρα δεν σου αξίζει! Αλλά κανείς δεν μπορεί να σε πείσει για αυτό, αν εσύ ο ίδιος δεν το πιστέψεις… Ναι, μπορεί να τσακιστείς από το πέσιμο, αλλά δεν είσαι μόνος.Το ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος, δεν πρέπει καν να αναρωτιέσαι για αυτό! Ακόμη κι αν δεν αντέχω να ζήσω το πέσιμό σου, θάμαι εδώ… Και θα απλώσω το χέρι μου για να κλείσω μέσα του το δικό σου τραυματισμένο χέρι… και θα το κρατήσω σφιχτά μέσα στο χέρι μου, όπως τότε, εκείνο το βράδυ… Είμαι ήδη εδώ και θα μείνω εδώ με τα συναισθήματά μου ανοιχτά γιατί σ’ αγαπώ. Κι ας πονώ στη σκέψη να αντικρύσω το τσακισμένο κορμί σου…

Ναι, δεν είσαι ποτέ μόνος. Μα ακόμη αμφιβάλλεις;

Η Εκκλησία είναι πάντα εδώ. Και ο Χριστός εδώ . Εσύ πάρε την ευθύνη της ζωής στα χέρια σου και πήγαινέ την όπου θες. Όπου κι αν πέσεις, στα χέρια του Θεού θα πέσεις. Γιατί ο Θεός είναι Αγάπη. Και η Αγάπη φτάνει μέχρι και στον πάτο, εκεί όπου δεν έχει άλλο παρακάτω…

 

IV

Ὁ πληγωμένος χειρουργός δουλεύει τό ἀτσάλι

Πού ἐξονυχίζει τό ἀρρωστημένο μέρος·

Κάτω ἀπό τά ματωμένα χέρια νιώθουμε

Τήν κοφτερή συμπόνια τῆς τέχνης τοῦ θεραπευτῆ

Πού λύνει τό αἴνιγμα τοῦ πυρετικοῦ διαγράμματος.

 

Ἡ μόνη μας ὑγεία εἶναι ἡ ἀρρώστια

Ἄν ὑπακοῦμε τή νοσοκόμα πού πεθαίνει

Πού ἡ ἀδιάκοπή της ἔγνοια δέν εἶναι ν᾿ ἀρέσει

Ἀλλά νά ὑπενθυμίζει τήν κατάρα, τή δική μας καί τοῦ Ἀδάμ,

Πώς γιά νά γιάνουμε, πρέπει ἡ ἀσθένειά μας νά ἐπιδεινωθεῖ.

 

Νοσοκομεῖο μας εἶναι ὁλόκληρη ἡ γῆ

Τό προίκισε ὁ κατεστραμμένος ἑκατομμυριοῦχος,

………………………………………………………………………………………………….

Το μόνο μας πιοτό τό αἷμα πού σταλάζει,

Ἡ ματωμένη σάρκα μόνη μας τροφή.

………………………………………………………………………………………………….

T. S. Eliot, Τέσσερα Κουαρτέτα, East Coker, IV

 

(φωτογραφία – Oleg Galaychuk: Burning for others)